ανακοιτάζομαι

ανακοιτάζομαι
(Α ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα-* + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα-* + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία τού ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανακοιτιέμαι — ανακοιτάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοιτιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • ανακοίταγμα — το και κοίταμα [ανακοιτάζομαι] το να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, αμοιβαίο κοίταγμα, αμοιβαία πρόσβλεψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”